ζενίθ

ζενίθ
(Αστρον.). Νοητό σημείο του ουρανού το οποίο βρίσκεται στην κατακόρυφο που διέρχεται από τον παρατηρητή και συναντά τον ουράνιο θόλο. Το ακριβώς αντίθετο σημείο της ίδιας κατακόρυφου λέγεται ναδίρ. Το ζ. καθώς και το ναδίρ βρίσκονται στη νοητή ουράνια σφαίρα, πάνω στην οποία θεωρείται ότι προβάλλονται όλοι οι αστέρες. Οι Άραβες πίστευαν ότι το ζ. αποτελούσε το σπουδαιότερο σημείο του ουρανού, γιατί σε αυτό μπορούσαν να ανάγουν όλα τα άλλα σημεία του ουρανού. Αν θεωρηθεί ότι η Γη είναι μία τέλεια σφαίρα, τότε το ζ., το σημείο παρατήρησης, το κέντρο της Γης, ο αντίποδας και το ναδίρ βρίσκονται στην ίδια ευθεία, που προσδιορίζεται με το νήμα της στάθμης. Το ζ., το επίπεδο του ορίζοντα, ο αντίποδας και το ναδίρ συνδέονται αδιάσπαστα με τον παρατηρητή και τον παρακολουθούν σε κάθε μετάθεσή του μεταβάλλοντας ανάλογα τη διεύθυνση και τη θέση τους. Επειδή η ατμοσφαιρική διάθλαση μεταβάλλει την κατεύθυνση προς την οποία φαίνονται οι αστέρες και αυξάνει το ύψος τους όσο πλησιέστερα βρίσκονται αυτοί προς τον ορίζοντα, το ζ. μπορεί να θεωρηθεί ως το σημείο του ουρανού στο οποίο δεν παρουσιάζεται ατμοσφαιρική διάθλαση για τους αστέρες που βρίσκονται εκεί. Ο ουράνιος πόλος βρίσκεται πάνω από τον ορίζοντα σε ένα σημείο Α κατά μία γωνία α, η οποία είναι ίση προς το γεωγραφικό πλάτος του τόπου και συμπληρωτική ως προς τη γωνία που σχηματίζει με το ζενίθ.
* * *
το
1. το νοητό σημείο τού ουρανού, το οποίο συναντά η κατακόρυφος τού τόπου όπου βρίσκεται ο παρατηρητής όταν αυτή προεκταθεί προς τα επάνω, αντίθ.: ναδίρ
2. το ανώτατο όριο, ο ύψιστος βαθμός, το μεσουράνημα («έφτασε στο ζενίθ τής δόξας του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. zenith < αραβ. semt].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζενίθ — το άκλ. (λ. αραβ.) 1. το σημείο του ουρανού όπου μπορεί να φτάσει η κατακόρυφος ενός τόπου, αν προεκταθεί προς τα πάνω. 2. το ανώτατο σημείο, η ακμή, το μεσουράνημα: Έφτασε στο ζενίθ της δύναμής του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

  • ζενιθιακός — και ζενιθικός, ή, ό και ζενίθ(ε)ιος, α, ο [ζενίθ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζενίθ («ζενιθιακή απόσταση αστέρα») …   Dictionary of Greek

  • ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα …   Dictionary of Greek

  • ναδίρ — Σημείο στο οποίο η κατακόρυφος που διέρχεται από τον παρατηρητή και προεκτείνεται κάτω από τα πόδια του, συναντά τον ουράνιο θόλο, αφού διαπεράσει τη Γη. To ν. είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο του ζενίθ· συνεπώς τα δύο αυτά σημεία, ζενίθ και …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • παραζενιθικός — ή, ό αυτός που βρίσκεται κοντά στο σημείο τού ζενίθ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ζενίθ + κατάλ. ικός] …   Dictionary of Greek

  • ζενιθιακός — ζενιθιακός, ή, ό και ζενιθικός, ή, ό ό,τι έχει σχέση με το ζενίθ: Ζενιθική απόσταση (η απόσταση ενός αστεριού από το ζενίθ του τόπου στον οποίο βρίσκεται ο παρατηρητής) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”